αιειγενής

αιειγενής
αἰειγενής, -ές (Α)
ο αειγενέτης*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αἰειγενέος — αἰειγενής masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰειγενέων — αἰειγενής masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκατηβόλος — ἑκατηβόλος, ον, δωρ. τ. ἑκαταβόλος (Α) αυτός που βάλλει, που ρίχνει από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι σύνθετη και εμφανίζει ως β συνθετικό βολος < βάλλω. Ήδη από την αρχαιότητα συσχετίστηκε ο τ. εκατηβόλος με το εκηβόλος και ερμηνευόταν «αυτός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”